βολικός — ή, ό επίρρ. βολικά 1. ο άνετος, ο πρόσφορος, ο ευνοϊκός: Το δωμάτιό μου είναι βολικό. – Όλα μας ήρθαν βολικά. 2. εύκολος, καλόβολος, ευκολομεταχείριστος: Είναι πολύ βολικός άνθρωπος κι έτσι είναι ευπρόσδεκτος παντού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… … Dictionary of Greek
ευμεταχείριστος — η, ο (ΑΜ εὐμεταχείριστος, ον) 1. (για πρόσ.) 1. αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται κάποιος εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος, αυτός που κυβερνιέται εύκολα, ο βολικός («οἱ δἐ ἄδικοι ἐπεβούλευον ὡς εὐμεταχειρίστῳ ὄντι», Ξεν.) 2. (για πράγματα) αυτός τον… … Dictionary of Greek
διαρρυθμίζω — διαρρύθμισα, διαρρυθμίστηκα, διαρρυθμισμένος, τακτοποιώ, διαμορφώνω ένα χώρο, τον διευθετώ: Το σπίτι μου είναι πολύ βολικά διαρρυθμισμένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)